πειθήμων

πειθήμων
πειθ-ήμων, ον, gen. ονος,
A persuaded, obedient, Nonn.D.24.171,34.92, al. ; μῦθος ib.8.165.
II persuading, convincing,

φωνή Tryph. 456

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πειθήμων — ον, ονος, Α (ποιητ. τ.) 1. πειθήνιος, υπάκουος, ευπειθής, πειθαρχικός 2. αυτός που πείθει, πειστικός, καταπειστικός («πειθήμονι φωνῇ», Τρυφιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ τού πείθω + κατάλ. ήμων (πρβλ. αιδ ήμων, ελε ήμων)] …   Dictionary of Greek

  • πειθήμονα — πειθήμων persuaded neut nom/voc/acc pl πειθήμων persuaded masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειθήμονες — πειθήμων persuaded masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειθήμονι — πειθήμων persuaded dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”